ενοχοποιητικός

ενοχοποιητικός
η , ό[ν] обвинительный, обвиняющий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ενοχοποιητικός" в других словарях:

  • ενοχοποιητικός — ή, ό αυτός που συντελεί ώστε να θεωρηθεί ένοχος κάποιος («ενοχοποιητικά στοιχεία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ενοχοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ενοχοποιητικός — ή, ό επίρρ. ά που ενοχοποιεί, που συντελεί στο να αποδείξει ένοχο κάποιον: Ενοχοποιητικό έγγραφο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μηνυτικός — και δωρ. τ. μανυτικός, ή, όν (Α) [μηνύω] 1. αυτός που περιέχει πληροφορίες εις βάρος κάποιου, ενοχοποιητικός 2. δηλωτικός, εκφραστικός. επίρρ... μηνυτικῶς / (ΑΜ) με μηνυτικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • ένοχος — η, ο 1. που ενέχεται σε αξιόποινη πράξη, που έκανε σφάλμα ή έγκλημα: Ένοχος κλοπής. 2. ενοχοποιητικός, ύποπτος, μη αθώος, αθέμιτος: Ένοχη σιωπή. – Ένοχες σχέσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»